Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Αναζητώντας άλλον τρόπο (να σκεφτόμαστε, να συζητάμε, να δρούμε, να ονειρευόμαστε…)



Αγαπητοί συνάδελφοι,

Άρχισα να γράφω αυτό το γράμμα για ν’ αντέξω μια ακόμη ματαίωση, όταν, μετά από μια ακόμη οργανωμένη διαμαρτυρία για την κατάντια της δημόσιας υγείας στην οποία συμμετείχαν οι συνηθισμένοι «ουτοπιστές», με τα κασκόλ και τα σκουφάκια τους, τα πικρά αστεία, το πανώ, τα πλακάτ και την ντουντούκα τους, κάπως αμήχανοι αλλά και τόσο χαριτωμένοι μες στη θλίψη τους, γύρισα στο σπίτι μου. Με την ευκαιρία της δικής μου «ανόρθωσης» είπα να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις, ιδέες και άρθρα.

Αλήθεια, δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι ένας τόσο μεγάλος και σημαντικός κλάδος, όπως είναι οι καθηγητές και οι δάσκαλοι, δεν μπορεί εδώ και πολλά χρόνια να διεκδικήσει τα εργασιακά του δικαιώματα αλλά και να υπερασπιστεί το περιεχόμενο της δημόσιας παιδείας;
Νομίζω ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας συλλογικής κατάθλιψης που την έχουν προκαλέσει διάφοροι παράγοντες, ένας εκ των οποίων είναι και η οικονομική μας εξαθλίωση.

Το σχολείο έχει αποτύχει στους στόχους του κι έχει πάψει να είναι ενδιαφέρον και για μας και τους μαθητές. «Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που γίνονται δεν έχουν νόημα γιατί δεν βασίζονται στην ουσία της παιδείας αλλά στις τεχνικές εφαρμογής (technicalities). Μερικές απ’ αυτές μπορεί να είναι χρήσιμες αλλά δεν συνιστούν την ουσία». Κυρίαρχα στοιχεία της παιδείας είναι οι αρχές, οι ανθρώπινες αξίες, η εμφύτευση του έρωτα για τη γνώση και την κριτική σκέψη, το δέσιμο με το βιβλίο, στοιχεία που δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν χωρίς δασκάλους «όρθιους» με την ικανότητα να εμπνέουν και να συγκινούν. (βλ. το άρθρο «Έχει μέλλον η Παιδεία μας;», του Γ. Μπαμπινιώτη, Το Βήμα, 1/1/2012).
Η απαιδευσία την οποία υπηρετούμε, η σπατάλη ταλέντων, ο αποπροσανατολισμός και πολλά άλλα είναι κατεπείγοντα, όσο κατεπείγοντα είναι και τα εργασιακά. «Η διαρκής αποτυχία του δημόσιου σχολείου, που παρακολουθούμε σαν κακόγουστη τραγικομωδία, σαν το θέαμα της δικής μας κηδείας, καθρεφτίζει τη συλλογική μας αποτυχία σε τούτη την ιστορική καμπή». Καταντήσαμε να περιμένουμε τις αργίες περισσότερο από τα παιδιά, να δυσφορούμε όταν ένα παιδί έχει ιδιαίτερες δυσκολίες να προσαρμοστεί, να κοιτάμε συνεχώς τα ρολόγια μας. (βλ. το άρθρο «Χωρίς σχολείο, δηλαδή: χωρίς δημοκρατία», του Ν. Ξυδάκη, Καθημερινή, 29/8/2010, www.vlemma.gr)

Εμείς που συναντιόμαστε κάθε Τρίτη, προφανώς και είμαστε λυπημένοι, φοβισμένοι και οργισμένοι, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι αλλά ταυτόχρονα αισθανόμαστε ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη να κατανοήσουμε την οργή μας και να την μετατρέψουμε σε συγκεκριμένους στόχους και δράσεις. (βλ. το άρθρο «Την κάθε μέρα της ζωής που σου δόθηκε να ζεις», του Ν. Ξυδάκη, Καθημερινή, 1/1/2012, www.vlemma.gr) Αν και είμαστε διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο μας ενώνει ότι  αναζητάμε στο νόημα το αντίδοτο στο φόβο που παραλύει.
Η ελπίδα βρίσκεται εκεί που βρίσκεται και η αναζήτηση νοήματος. Η σκέψη είναι εκείνη που δεν αφήνει το συναίσθημα να παγώσει. Η ζωντανή κι εμψυχωμένη από την καρδιά μοιρασμένη σκέψη μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε όλη αυτή τη βαρβαρότητα και βέβαια η αλληλεγγύη με το διπλανό μας. Μέσω αυτής θα αφυπνιστούμε και θα αποδιώξουμε ό,τι μας βύθισε στη σημερινή κατάντια. Η άγρυπνη σκέψη προσφέρει τη δυνατότητα μεταμόρφωσης και γι’ αυτό αποτελεί αστείρευτη πηγή αισιοδοξίας. Και αυτό είναι το μόνο μας όπλο που αν το αποκτήσουμε θα μπορέσουμε να το προσφέρουμε και στους μαθητές μας.
 Ο ισπανός φιλόσοφος Φερνάντο Σαβατέρ (βλ. το άρθρο του ιδίου, «Δασκάλα…κουράγιο!», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Μάρτιος 1999) υποστηρίζει ότι «ως εκπαιδευτές δεν διαθέτουμε παρά μόνο τον οπτιμισμό, έτσι όπως όποιος κάνει κολύμβηση χρειάζεται ένα υγρό περιβάλλον. Όποιος δεν θέλει να κάνει μπάνιο πρέπει να εγκαταλείψει την κολύμβηση. Όποιος αισθάνεται απώθηση για τον οπτιμισμό πρέπει να εγκαταλείψει τη διδασκαλία. Οι πεσιμιστές θα μπορούσαν να γίνουν καλοί θηριοδαμαστές αλλά όχι καλοί δάσκαλοι». (Pour leducation)

Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος γράφει: «Δηλαδή, πρώτα απ’ όλα μια διανοητική κινητοποίηση για να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει. Να μετατρέψουμε την κρίση σε διανοητική και έμπρακτη κριτική. Η ελπίδα βρίσκεται στο να μετατρέψουμε τη διαμαρτυρία σε δημιουργικότητα, σε μια δημιουργικότητα που θα κυκλοφορεί στο αίμα αυτής της κοινωνίας, αντίδοτο στις ενέσεις φόβου που τις προκαλούν κρίσεις πανικού κάθε λίγο και λιγάκι». (βλ. το άρθρο «Από την κρίση στη κριτική», του, Το Βήμα, 8/1/2012)

Είναι φυσικό να μας απασχολεί πρωτίστως η οικονομική μας εξαθλίωση. Χρειάζεται όμως κάτι παραπάνω για να διατηρηθεί η βεβαιότητα ότι εδώ οργανώνουμε μικρά πράγματα μεν, αν τα συγκρίνεις ίσως με άλλα, αλλά από αυτά θα γεννηθούν ακόμη πιο μεγάλα. Η μόνη ηθική που καθοδηγεί τον «ουτοπιστή», σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ είναι η «ηθική της πεποίθησης» -κάνε αυτό που οφείλεις να κάνεις και ας προκύψει ό,τι προκύψει- που πρέπει να συνοδεύεται όμως, από την ηθική της ευθύνης που υπολογίζει τις συνέπειες των δράσεων και ενδιαφέρεται για το ενδεχόμενο αυτές οι συνέπειες να θέσουν σε κίνδυνο τους ίδιους τους σκοπούς της δράσης (βλ. το άρθρο «Νοσταλγοί της ουτοπίας», Σημειωματάριο ιδεών, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία).
Ξεκινάμε με την προϋπόθεση ότι ο καθένας από μας έχει μια διαφορετική θεώρηση της κοινωνίας κι ότι αυτό είναι θεμιτό. Κι εδώ ερχόμαστε στο θέμα της συζήτησης. Δεν χρειάζεται να έχουμε μια ταυτόσημη ιδέα για το τι είναι μια τέλεια κοινωνία, προκειμένου να συμφωνήσουμε για το ποια είναι τα βήματα που πρέπει να κάνουμε για να βελτιώσουμε την κατάσταση. Αυτό είναι και το νόημα της δημοκρατίας: η δημόσια συζήτηση. Μια συζήτηση που δεν πρέπει να σταματάει ποτέ, που πρέπει να συνεχίζεται ακόμα κι όταν έχει παρθεί μια απόφαση για κάποιο θέμα.
Δεν διαμαρτυρόμαστε μόνο, κάτι που σε εμπλέκει άμεσα με τις δομές εξουσίας, αλλά συναποφασίζουμε και οργανώνουμε δράσεις. Προσπαθούμε δηλαδή να πετύχουμε αυτό που θέλουμε, παρακάμπτοντας την εξουσία και αυτό στην πράξη, σημαίνει ότι σιγά σιγά αποκτάμε την ικανότητα να υπαγορεύουμε μόνοι μας τους νόμους που καθορίζουν τις μεταξύ μας σχέσεις, κάτι που τις καθιστά σημαντικότερες από τις σχέσεις εξουσίας. Όταν οι άνθρωποι συμμετέχουν ενεργά αλλάζει η αντίληψή τους για το τι είναι εφικτό και τι δεν είναι (μέσα από αποτυχίες και επανασχεδιασμούς). Και φυσικά αλλάζει η οπτική όταν συζητάς με άλλους ανθρώπους και καταλήγεις σε αποφάσεις χωρίς κάποιος να διευθύνει και να καθοδηγεί τη συζήτηση.

Η νεωτερικότητα βασίστηκε στην έννοια του κοινωνικού συμβολαίου, έννοια που προέρχεται από την οικονομία και που σημαίνει ότι οφείλουμε να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, έτσι ώστε να δημιουργείται μια ιδιωτική σφαίρα στην οποία ο καθένας μπορεί να επιδιώκει το δικό του όφελος και να εκφράζεται δημιουργικά. Αυτές οι θεωρίες χρησίμευσαν στο να θεμελιώσουν το καθήκον υποταγής, παρόλο που πάντα παρουσιάζονταν ως συνηγορίες της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Με την κατάρρευση της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν υφίσταται εδώ και αρκετά χρόνια για τη Δύση και την Ιαπωνία, είναι εμφανές ότι η δημοκρατία με αυτή την έννοια, δεν λειτουργεί. Ήρθε λοιπόν, η ώρα να μάθουμε να αξιολογούμε την υγεία της δημοκρατίας με γνώμονα τα κοινά αγαθά, τα οποία έχουν χάσει το νόημά τους καθώς εδώ και χρόνια δεν υπάρχει άλλος νόμος εκτός από το νόμο της αγοράς (αίτημα για απομάγευμα από την οικονομική σκέψη). «Για να γίνει δυνατή μια κοινωνία συμβιωτισμού, χρειάζεται να θεμελιώσουμε μια νέα ηθική, μια έξαρση των συνειδήσεων, ένα πάθος σχεδόν θρησκευτικό».[1]
 Γι’ αυτό, χρειάζεται να επινοήσουμε μια δημοκρατία αντιωφελιμιστική πάνω στα ερείπια του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Ένα συμβιωτισμό (convivialism) που να βασίζεται στο κοινό αγαθό και στο δώρο και που θα μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από την τυραννία του χρήματος και του κέρδους. Το δώρο άλλωστε αποτελεί την ίδια την απαρχή του κοινωνικού δεσμού, είναι η πρωταρχική χειρονομία που κάνει το άτομο να βγαίνει από τον εαυτό του και να συνδέεται με τους άλλους. Η πρωτόγονη αυτή μορφή ανταλλαγών δεν έχει μόνο ένα χαρακτήρα οικονομικό αλλά αποτελεί «ένα καθολικό κοινωνικό γεγονός» προικισμένο δηλαδή με μια σημασία ταυτόχρονα κοινωνική και θρησκευτική, μαγική και οικονομική, ωφελιμιστική και συναισθηματική, νομική και ηθική.
Το πιο σύνθετο και δισεπίλυτο πρόβλημα όμως, είναι ότι έχουμε μάθει να μη λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας εναλλακτικές αφηγήσεις για την Ιστορία από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε παραδείγματα και με το πέρασμα των χρόνων έχουμε συνηθίσει να αυτολογοκρινόμαστε και να σκεφτόμαστε με τον τρόπο που υπαγορεύει η εξουσία. «Η συνήθεια καταφέρνει να μας κάνει να καταπίνουμε χωρίς αηδία το πικρό φαρμάκι της δουλείας».[2] Τα σημασιολογικά περιεχόμενα που κρύβονται στην καθημερινή γλώσσα δημιουργούν σύγχυση όταν ασκούμε κριτική στην πολιτική εξουσία, κάτι που ασφαλώς τη συμφέρει. Έχουμε ασυνείδητα αποδεχτεί «αξιώματα εγγεγραμμένα στη γλώσσα τα οποία πρέπει να θέσουμε υπό αίρεση πριν εξετάσουμε αυτά τα θέματα. Το να αμφισβητείς και να εξεγείρεσαι κατά της επιρροής της κοινωνίας απαιτεί να εξεγείρεσαι, εν μέρει τουλάχιστον, κατά του εαυτού σου, γι’ αυτό ακριβώς είναι η δυσκολότερη στιγμή της ελευθερίας».[3] Θα μπορούσαμε εμείς πρώτα, ως δάσκαλοι που συνυπάρχουμε καθημερινά με το μέλλον, να επανεξετάσουμε τους όρους που χρησιμοποιούμε για να περιγράφουμε τις συγκρούσεις γύρω μας – καθώς μας έχουν επιβληθεί όροι, όπως δημοκρατία, ελευθερία και ισότητα, ανθρώπινα δικαιώματα, τρομοκρατία κλπ. –λέξεις σαν τσόφλια- που δεν ανταποκρίνονται στη νέα πραγματικότητα, δημιουργούν σύγχυση και δεν επιτρέπουν το στοχασμό ούτε σε μας, ούτε στους μαθητές μας. «Νιώθουμε ελεύθεροι επειδή μας λείπει η γλώσσα για να αρθρώσουμε την ανελευθερία μας».[4] Αυτή τη γλώσσα χρειάζεται να τη σημασιοδοτήσουμε εκ νέου όλοι μαζί συζητώντας. (βλ. το άρθρο «Δώστε κόκκινο μελάνι στους διαδηλωτές της Wall Street», του Slavoj Zizek, Το Βήμα, 8/1/2012). Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι νόμοι αλλά και γενικότερα τα σύμβολα και οι θεσμοί, αντί να διαμορφώνονται από τη συλλογικότητα, βρίσκονται στην απόλυτη δικαιοδοσία ενός τμήματος που εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντά του, γεγονός που μεταμορφώνει τη δικαιοσύνη, όπως έλεγε ο Θρασύμαχος, στο συμφέρον του ισχυρότερου.

«Η νέα κοινωνικότητα που θα αναδειχθεί μέσα από τους αγώνες της εποχής μας θα εκφράσει την αλληλεγγύη, τη συμπόνια, την αγάπη, την προσφορά και τη φροντίδα για όλα αυτά που ξέρουμε πως είναι κοινωνική ιδιοκτησία και πρέπει να είναι ανοιχτά, προσβάσιμα και δωρεάν σε όλους» (βλ. το άρθρο «Δυο κύματα σε σύγκρουση», του Τάσου Σαγρή, Κοντέινερ της Ελευθεροτυπίας, Ιούνιος 2010).

«Να ξαναγίνουμε δραστήριοι είτε από απελπισία, είτε από πείσμα, είτε επειδή νιώθουμε πως αυτό είναι το μόνο γόητρο για ένα θνητό» (βλ. το άρθρο «Η μόνη ευχή: ν’ αγαπήσουμε τώρα το απρόβλεπτο», του Β. Καραποστόλη, Καθημερινή, 7/1/2012)


Έλενα Σκαρπίδου,
Καθηγητές εν δράσει





[1] Αλέν Καγιέ, γάλλος κοινωνιολόγος, μαθητής του Φουκώ.
[2] Etienne de La Boetie, Πραγματεία περί εθελοδουλίας, μτφρ. Π. Καλαμαράς, εκδ. Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2005
[3] Eduardo Colombo, «Αλλάζοντας παράδειγμα», εκδ. Στάσει εκπίπτοντες. Στο ίδιο βιβλίο βρήκα και την παρακάτω πρόταση που οδηγεί σε περαιτέρω έρευνα: «Η αυθεντία που εγκαθίσταται ιεραρχικά στο θεσμικό σύστημα έχει ως «εσωτερικευμένο» της αντίστοιχο στο ασυνείδητο σύστημα του ανθρώπινου ψυχισμού». Φρόυντ, Τοτέμ και ταμπού.
[4] Slavoj Zizek, σλοβένος πολιτικός φιλόσοφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου